- αγαποβότανο
- το фольк, приворотная трава
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγαποβότανο — το Βοτ. μία από τις κοινές ονομασίες τού φυτού Teucrium polium τού γένους Τεύκριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγάπη + βοτάνι] … Dictionary of Greek
αγαποβότανο — το το βοτάνι της αγάπης (ποώδες φυτό με τη δύναμη να προκαλεί τάχα τον έρωτα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)