αγαποβότανο

αγαποβότανο
το фольк, приворотная трава

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αγαποβότανο" в других словарях:

  • αγαποβότανο — το Βοτ. μία από τις κοινές ονομασίες τού φυτού Teucrium polium τού γένους Τεύκριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγάπη + βοτάνι] …   Dictionary of Greek

  • αγαποβότανο — το το βοτάνι της αγάπης (ποώδες φυτό με τη δύναμη να προκαλεί τάχα τον έρωτα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»